Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

At the hospital

Χάραμαν του φου στις 7:30. Περιμένω στα εξωτερικά ιατρεία στη σειρά. Μπαίνει μπροστά μου στη σειρά μια κυρία 50άρα, απλή με γυαλιά, που έφερε τον πατέρα της και ξέραμε όλοι που την είδαμε από πριν ότι η σειρά της ήταν πριν από εμάς. Ο κύριος πίσω μου, ψηλός συγυρισμένος αλλά φανερά ανυπόμονος με το που την είδε να μπαίνει μπροστά μας και να μην αντιδρούμε δεν είπε τίποτα. Όταν όμως την είδε να βγάζει δυο κάρτες κι οχι μία άρχισε να μουρμουρά. Ε βέβαια, έτσι είμαστε εμείς οι κυπραίοι. Εκμεταλλευόμαστε την κατάσταση. Ήρτε να γράψει τον παπά της αλλά ακόμα βγάζει κάρτες απο την τσάντα της. Μόνο στην Κύπρο γίνονται τούτα, κ.τ.λ.
Όταν είδε ότι δεν του δίνει κανένας σημασία της απεύθυνε τον λόγο:”Ξέρεις έννεν σωστό τούτο που κάμνεις. Να λες ψέματα ότι εννά γράψεις τον παπά σου και να γράφεις και άλλα άτομα που την στιγμή που δεν ήσουν εδώ”.
Γυρίζει η κυρία με το πιο ήρεμο ύφος ever και του λέει: “Ήμουνα εδώ πολύ πριν από εσάς αλλά πετάχτηκα σπίτι να φέρω και την μητέρα μου που είναι επίσης ανήμπορη σαν τον πατέρα μου. Νάτην, κάθεται εκεί. Μένω εδώ κοντά και μόνο εσείς δεν είδατε οτι έφυγα πριν από εσάς και ήρθα τώρα”.
Κανένας δεν μίλησε, μόνο μια άλλη γιαγιά έδειχνε να συμφωνεί με το βλέμμα.
Ο κύριος πίσω μου δεν αντέδρασε καθόλου και κοίταζε μόνο ευθεία σαν να της λέει με τρόπο, σε αγνοώ.
Η κυρία συνέχισε την δουλειά που έκανε με την κοπέλα του νοσοκομείου. Όταν τέλιωσε και γύρισε να φύγει γυρίζει προς τα πάνω του και του λέει: “Συγνώμη κύριε. Δεν θα αδικούσα κανέναν όπως δεν μου αρέσει να με αδικούν. Καλή σας μέρα.”
Ο κύριος πάλι δεν μίλησε και δεν γύρισε καν να την κοιτάξει.
Ίσως η συμπεριφορά του να την έκαμε να νιώσει άβολα ή και άσχημα.
Η δική της συμπεριφορά έκαμε με να νιώσω θαυμασμό για την ηρεμία της ψυχής της. Αν ήμουν εγώ θα τον έπαιρνε και θα τον σήκωννε. Ένιωσα όμως άσχημα που δεν της έδωσα συγχαρητήρια για την συμπεριφορά της και απλά στάθηκα εκεί παρατηρητής...